- ὁρῶσα
- ὁράωInscr. destombeaux des roispres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁρώσας — ὁρώσᾱς , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ὁρώσᾱς , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act fem gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρῶσ' — ὁρῶσα , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὁρῶσι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρῶσι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
видѣти — ВИ|ДѢТИ (видѣти6000), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Видеть, воспринимать зрением: мь||глоу видѩть [пьяницы] въ очию и оутапаѭть. (βλέπουσι) Изб 1076, 266 266 об.; Врата небесьнаѩ възьмѣтесѩ видѩще. двьрь вышьнѩаго. въходѩщоу съ славою. Стих 1156 1163, 98;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επαπορώ — ἐπαπορῶ, έω (AM) μσν. απορώ, εκπλήσσομαι, σαστίζω («ὁρῶσα ξύλῳ νῡν κρεμάμενον ἐπαπορῶ», Μηναία) αρχ. 1. προβάλλω νέα απορία 2. παθ. α) έπαπορουμαι αμφισβητούμαι, αμφιβάλλομαι, είμαι αντικείμενο αμφιβολίας («τῶν νῡν ἐπαπορηθέντων», Πολ.) β) απρόσ … Dictionary of Greek
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek